- κάλλιος
- -α, -ο (Μ κάλλιος, -α, -ον)1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιάκαλύτερα, προτιμότερανεοελλ.1. φρ. «κάλλιο έχω» — προτιμώ2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» — τα λίγα και ασφαλή είναι προτιμότερα από τα πολλά και αβέβαιαβ) «κάλλιο αργά παρά ποτέ»i) έκφραση ικανοποιήσεως για κάτι που άργησε να επιτευχθεί αλλά τελικά κατορθώθηκεii) ευχή για να γίνει κάτι έστω και αργάμσν.1. ωραιότερος2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κάλλιαοι καλές συνήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. κάλλιον (Ι) τού συγκριτικού βαθμού καλλίων τού καλός].
Dictionary of Greek. 2013.